Ο ιστορικά υψηλός πληθωρισμός των τροφίμων, οι εξαγωγικοί περιορισμοί και η εξάρτηση πολλών χωρών από τις εισαγωγές βασικών διατροφικών προϊόντων από την Ουκρανία και τη Ρωσία ολοένα και αυξάνουν την επισιτιστική ανασφάλεια. Τι δείχνουν τα δεδομένα των παγκόσμιων εισαγωγών-εξαγωγών βασικών ειδών διατροφής και λιπασμάτων.
Όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, η διεθνής ανασφάλεια για το ενδεχόμενο παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης εντείνεται. Οι ιστορικά αυξημένες τιμές των βασικών ειδών διατροφής παγκοσμίως, το αυξημένο κόστος της ενέργειας που επηρεάζει την κλιμάκωση των τιμών τους, η διεθνής εισαγωγική εξάρτηση πολλών κρατών από την Ουκρανία και τη Ρωσία για την προμήθεια βασικών διατροφικών εμπορευμάτων, οι μπλοκαρισμένοι τόνοι σιτηρών στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και οι περιοριστικές εμπορικές πολιτικές των χωρών ως μέτρο για την αντιμετώπιση των διαταραχών στον εφοδιασμό των τροφίμων απειλούν την επισιτιστική ασφάλεια διεθνώς –και ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων χωρών.
Άλλωστε, και πριν από τον πόλεμο, το παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων δεν βρισκόταν στην καλύτερη στιγμή του. Οι σχετιζόμενες με την πανδημία διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού ήταν πολύ πρόσφατες και, ως εκ τούτου, οι τιμές των τροφίμων ήταν ήδη αυξημένες. «Δεν πρόκειται για μια καινούρια κρίση. Ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία έξι χρόνια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν η τελευταία εξέλιξη σε μια υπερβολικά περίπλοκη κατάσταση», είπε ο Λούκα Ρούσο, ανώτερος αναλυτής επισιτιστικών κρίσεων και επικεφαλής του Γραφείου Έκτακτης Ανάγκης και Ανθεκτικότητας στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (Food and Agriculture Organization of the United Nations, FAO), σε συνέντευξή του στο δίκτυο Al Jazeera, στις 3 Ιουνίου 2022. Προς ώρας, πάντως, έλλειψη τροφίμων δεν υπάρχει, αλλά το πρόβλημα έγκειται στην κλιμάκωση των τιμών, όπως τόνισε ο Ρούσο στο πλαίσιο της ίδιας συνέντευξης –«η αυξημένη τιμή τού σιταριού και των καυσίμων σημαίνει ότι, με τα ίδια χρήματα, μπορούμε να παρέχουμε πολύ λιγότερη βοήθεια», εξήγησε.
Αναλύοντας τα δεδομένα για τις παγκόσμιες εισαγωγές και εξαγωγές τροφίμων το 2020, που παρέχονται δημοσίως στο resourcetrade.earth του Chatham House, προκύπτει ότι Ουκρανία και Ρωσία είναι ανάμεσα στις κορυφαίες χώρες εξαγωγής δημητριακών και ελαιούχων σπόρων, με το αθροιστικό μερίδιό τους να φτάνει το 19% και το 7% αντίστοιχα των εξαγόμενων τόνων παγκοσμίως. Ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι οι δείκτες τιμών δημητριακών και φυτικών ελαίων παρουσίασαν αύξηση 30% και 31% αντίστοιχα τον Μάιο 2022, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, όπως διαπιστώνεται αναλύοντας τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τη διαμόρφωση του δείκτη παγκόσμιων τιμών τροφίμων (Food Price Index) που δημοσίευσε ο FAO στις 3 Ιουνίου 2022. Μάλιστα, σε μηνιαίο επίπεδο, ενώ ο γενικός δείκτης τιμών τροφίμων σημείωσε ελαφρά μείωση (0,6%) σε σχέση με τον Απρίλιο 2022, οι τιμές των δημητριακών συνέχισαν να αυξάνονται, με τον αντίστοιχο δείκτη τιμών να παρουσιάζει αύξηση 2,2% τον Μάιο 2022 σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2022.
Παράλληλα, Ουκρανία και Ρωσία είναι ανάμεσα στις δέκα κορυφαίες χώρες εξαγωγής μελιού και ζάχαρης αντίστοιχα, ενώ η Ρωσία φαίνεται να είναι η πρώτη δύναμη στην εξαγωγή λιπασμάτων παγκοσμίως.
Όσον αφορά στις παγκόσμιες εξαγωγές δημητριακών συγκεκριμένα ανά προϊόν, το συνδυαστικό μερίδιο Ουκρανίας και Ρωσίας ανέρχεται στο 32% για το φαγόπυρο, ενώ φτάνει το 28% για το κεχρί, το 27% για το σιτάρι και 19% για το καλαμπόκι. Παράλληλα, το 55% του παγκοσμίως εξαγόμενου ηλιελαίου (περιλαμβανομένων σπόρων ηλίανθου και σχετικών υποπροϊόντων) προέρχεται από την Ουκρανία (35%) και τη Ρωσία (19%).
Την ίδια στιγμή, πολλές φτωχές χώρες φαίνεται να είναι εξαρτώμενες, ως προς τις εισαγωγές τους, από την Ουκρανία και τη Ρωσία, όπως παρατηρείται όταν αντιπαραβάλλεται το εκτιμώμενο ποσοστό των εισαγωγών δημητριακών, ελαιούχων σπόρων και λιπασμάτων, συνδυαστικά από την Ουκρανία και τη Ρωσία, επί των συνολικών αντίστοιχων εισαγωγών σε κάθε χώρα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ανά χώρα το 2020.
Μελετώντας τα ίδια στοιχεία, προκύπτει ότι οι 20 πιο φτωχές οικονομίες του πλανήτη παίρνουν, κατά μέσο όρο, το 36% του εισαγόμενου σιταριού τους από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Εντελώς ενδεικτικά, ανάμεσά τους βρίσκονται η Ρουάντα, το Μαλάουι, το Σουδάν, το Τόνγκο, η Ουγκάντα, η Σομαλία, η Αιθιοπία και τα ποσοστά εισαγόμενου σιταριού από τις δύο χώρες ανέρχονται σε 91%, 71%, 59%, 49%, 45%, 29%, 18% αντίστοιχα.
Στον παρακάτω χάρτη, απεικονίζεται η εξάρτηση κάθε χώρας από τις εισαγωγές της από την Ουκρανία και τη Ρωσία, για το σιτάρι, το ηλιέλαιο και τα λιπάσματα (ως ποσοστό επί των συνολικών εισαγόμενων ποσοτήτων κάθε προϊόντος ανά χώρα). Όσο πιο σκούρο το εκάστοτε χρώμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η εισαγωγική εξάρτηση κάθε κράτους από τις δύο χώρες μαζί.
Ομαδοποιώντας, πάντως, τα στοιχεία ανά περιοχή του πλανήτη, προκύπτει ότι η Βόρεια Αφρική και Δυτική Ασία εισάγει το σιτάρι της από την Ουκρανία και τη Ρωσία κατά 55%, η Κεντρική και Νότια Ασία κατά 37%, η Υποσαχάρια Αφρική κατά 28%, και η Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία (εξαιρουμένης της Κίνας) κατά 20%.
Η εξάρτηση κάθε χώρας, ως προς τις εισαγωγές της σε σιτάρι και ηλιέλαιο, από την Ουκρανία και τη Ρωσία παρουσιάζεται και σε μορφή πίνακα παρακάτω: όσο πιο σκούρο είναι το χρώμα του κάθε πεδίου, τόσο υψηλότερη είναι η εισαγωγική εξάρτηση της κάθε χώρας από την Ουκρανία, τη Ρωσία ή και τις δύο μαζί. Παράλληλα, απεικονίζεται και η κατά κεφαλή ποσότητα εισαγόμενου σιταριού και ηλιέλαιου από τις δύο χώρες το 2020. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στον Λίβανο, που εισάγει τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν ποσότητα σιταριού ετησίως (112 κιλά το 2020) από την Ουκρανία (αντιστοιχεί στο 52% εισαγωγών σιταριού στη χώρα), καταγράφεται η πιο ακραία αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων –ο δείκτης τιμών αυξήθηκε πάνω από 3.000 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το 2020, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters Graphics, βασισμένο σε δεδομένα της εταιρείας Refinitiv.
Το δημοσίευμα του Reuters αναδεικνύει, επίσης, το ζήτημα της περαιτέρω διεθνούς πίεσης λόγω των περιορισμών στις εξαγωγές τροφίμων που έχουν επιβάλλει περισσότερες από 20 χώρες ανά τον κόσμο, ως απόκριση στις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Επ’ αυτού, αναλυτικά στοιχεία έχουν δημοσιευθεί από τους Τζόσεφ Γκλάουμπερ, Ντέιβιντ Λαμπόρντ και Αμπντουλάχ Μαμούν, ερευνητές του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας της Πολιτικής των Τροφίμων (International Food Policy Research Institute, IFPRI), στη μελέτη τους υπό τον τίτλο «Από το κακό στο χειρότερο: Πώς οι εξαγωγικοί περιορισμοί που σχετίζονται με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας επιδεινώνουν την παγκόσμια επισιτιστική ανασφάλεια». Όπως έγραφαν οι ίδιοι από τον Απρίλιο 2022, «καθώς ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων αυξάνεται σε όλο τον κόσμο και καθώς δεν διαφαίνεται γρήγορη λύση στον πόλεμο στην Ουκρανία, η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι περισσότερες χώρες θα επιβάλουν περιορισμούς. Αυτό θα μπορούσε να ανεβάσει περαιτέρω τις τιμές και να αυξήσει τη μεταβλητότητά τους. Προηγούμενη έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις των εξαγωγικών περιορισμών, κατά τη διάρκεια της κρίσης των τιμών τροφίμων το 2007-2008, δείχνει ότι οι πολιτικές αυτές συνέβαλαν στο 40% της αύξησης των τιμών των γεωργικών προϊόντων εκείνη την περίοδο».
Μεθοδολογικές πληροφορίες
Όλες οι αναλύσεις που παρουσιάζονται και αφορούν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές προϊόντων βασίζονται σε ετήσια δεδομένα για το 2020, τα οποία διατίθενται δημοσίως προς ανάκτηση από το resourcetrade.earth του Chatham House. Τα τελευταία πρωτογενώς προέρχονται από τη στατιστική βάση δεδομένων εμπορίου αγαθών του ΟΗΕ (UN Comtrade) και αναλυτικές σχετικές πληροφορίες εδώ. Επίσης, έχουν χρησιμοποιηθεί ετήσια δεδομένα για το 2019 από την ίδια πηγή μόνο για τους σκοπούς των οπτικοποιήσεων σε χάρτες, για τις περιπτώσεις κάποιων λίγων χωρών για τις οποίες εξέλειπαν δεδομένα 2020. Για κάθε χώρα, εκτός εάν επισημαίνεται διαφορετικά, οι αναλύσεις σχετικά με τις εισαγωγές της ανά προϊόν και την εξάρτησή της από τις εισαγωγές της από την Ουκρανία και τη Ρωσία βασίζονται στα υπολογιζόμενα ποσοστά των εισαγόμενων ποσοτήτων του εκάστοτε προϊόντος από τις δύο χώρες σε σχέση με τις συνολικά εισαγόμενες ποσότητες του ίδιου προϊόντος στη χώρα μελέτης. Οι αναλύσεις/οπτικοποιήσεις που περιέχουν στοιχεία ΑΕΠ βασίζονται σε ανοιχτά δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας για το έτος 2020. Οι αναλύσεις/οπτικοποιήσεις που περιέχουν στοιχεία ΑΕΠ βασίζονται σε ανοιχτά δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας για το έτος 2020. Οι αναλύσεις των δεδομένων έγινε με τη βιβλιοθήκη Pandas της Python και οι οπτικοποιήσεις των δεδομένων έγιναν στο Datawrapper.
*Το παρόν κείμενο και τα γραφήματα διέπονται από Creative Commons άδεια χρήσης (CC BY-NC 4.0) και διατίθενται ελεύθερα προς κάθε ενδιαφερόμενο, εφόσον δεν πρόκειται για εμπορική χρήση τους: μπορείτε να τα αναπαράξετε ή/και να τα ενσωματώσετε στη δική σας ιστοσελίδα, με αναφορά στον δημιουργό και στην πηγή τους: Κέλλυ Κική, Στεφανία Ιμπρισίμοβα, «Οι πιο φτωχές χώρες του πλανήτη είναι και πιο εξαρτώμενες από Ουκρανία και Ρωσία για τις εισαγωγές σιταριού τους», iMEdD, 7/6/2022, CC BY-NC 4.0.