Άρθρο γνώμης – Γιατί οργανώνουμε συναντήσεις της κοινότητάς μας: Μια σύντομη επιστολή για τη σημασία των δημοσιογραφικών forums

Από τον Cristian Lupsa, Δημοσιογράφο/Πρόεδρο της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Βραβείου Τύπου

Τον περασμένο Φεβρουάριο μέλη της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Βραβείου Τύπου συναντηθήκαμε στο Βουκουρέστι για να επιλέξουμε τις φετινές υποψηφιότητες για τις έξι κατηγορίες του Βραβείου. Ανάμεσά μας υπήρχαν αρχισυντάκτες, data experts, αρθρογράφοι, ερευνητές δημοσιογράφοι και εκδότες, όλοι γεμάτοι ενθουσιασμό – όχι μόνο λόγω της ευκαιρίας να διαβάσουμε εξαιρετικές δημοσιογραφικές δουλειές, αλλά και επειδή θα είχαμε τη χαρά να συναντήσουμε μέλη της κοινότητά μας.

Εξερευνώντας τους δρόμους της πόλης, βγαίνοντας για φαγητό και ξενυχτώντας το βράδυ, η διαμονή μας στο Βουκουρέστι ήταν γεμάτη με αξέχαστες στιγμές. Ο ενθουσιασμός μας, όμως, δεν τελείωσε εκεί. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης διοργάνωσα μια ειδική εκδήλωση για την τοπική δημοσιογραφική κοινότητα, όπου συμμετείχαμε όλοι σε 15λεπτες ομιλίες, ακολουθούμενες από ενδιαφέρουσες συνεδρίες Q&A, καφέ, μπισκότα και φαγητό. Μετά το τέλος της εκδήλωσης με προσέγγισαν κάποια μέλη του κοινού, λέγοντάς μου ότι, παρόλο που ήταν Σάββατο πρωί, το event τους ενέπνευσε, τους υπενθύμισε σημαντικά πράγματα και τους εξόπλισε με νέα πολύτιμα εργαλεία.

Η αλήθεια είναι ότι οι πόροι μας εξαντλούνται πολύ γρήγορα στην καθημερινότητά μας και, παρόλο που προσπαθούμε να επικοινωνούμε σε διάφορες πλατφόρμες και να διαβάζουμε ο ένας για τον άλλον σε περιοδικά και εφημερίδες του κλάδου, είναι πολύ δύσκολο να κρατήσουμε σταθερή επαφή. Περιμένουμε, λοιπόν, με ανυπομονησία την επόμενη συνάντηση.

Ακούγεται τόσο απλοϊκό, αλλά αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που συγκεντρωνόμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι: για να γκρινιάξουμε, να διαμαρτυρηθούμε, να αισθανθούμε ότι ανήκουμε σε μια κοινότητα, αλλά και για να ρωτήσουμε άλλους πώς τα κατάφεραν, να μάθουμε νέα κόλπα, να ξεκινήσουμε συνεργατικά πρότζεκτ ή απλώς για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας.

Μαζευόμαστε για να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε, να ανακαλύψουμε πιθανούς συνεργάτες, να πάρουμε ιδέες για το πώς να βελτιωθούμε στο πεδίο και να ενδυναμώσουμε τους οργανισμούς όπου ανήκουμε.

Τα ίδια συναισθήματα θα βιώσουμε και στη συνάντηση για το φετινό Forum στην Αθήνα. Αυτό το ξέρω γιατί έχω διαβάσει μηνύματα από μέλη της κοινότητας του Βραβείου – η οποία θα συγκεντρωθεί επίσης εκεί. Όπως μου είπαν, ανυπομονούν να αντλήσουν έμπνευση από συναδέλφους, να ανταλλάξουν ιδέες, να δικτυωθούν και να συνεργαστούν σε νέα πρότζεκτ. Θα έρθουν γιατί, όπως μου έγραψε ένας συνάδελφος, θέλουν να παρευρεθούν με ανθρώπους «που καταλαβαίνουν τη μοναξιά αυτής της χρονοβόρας δουλειάς και γνωρίζουν πώς να στηρίξουν έναν δημοσιογράφο». Θα έρθουν γιατί θέλουν να συμμετάσχουν σε οργανωμένες ομιλίες αλλά και φιλικές συζητήσεις, με στόχο να ακούσουν «διαφορετικές απόψεις από ανθρώπους που κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που παρουσιάζονται στη δουλειά – από το πεδίο μέχρι την αίθουσα σύνταξης».

Όπως λέει ένα κοντινό φιλικό μου πρόσωπο που συμμετέχει στην επιτροπή του Βραβείου, οι πολυάριθμες διεθνείς επιχορηγήσεις «έχουν εξαντλήσει τις εφημερίδες με τα προγράμματα επιμόρφωσης». Έχω επίσης διαβάσει σκληρές κριτικές που αναρωτιούνται κατά πόσο οι σημαντικοί πόροι που διατίθενται για μεγάλες εκδηλώσεις θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί καλύτερα, ώστε να στηρίξουν τις εφημερίδες που δοκιμάζονται σκληρά σήμερα, αλλά και να έχουν έναν πιο αισθητό αντίκτυπο. Γνωρίζω επίσης καλά την οικονομική επιβάρυνση που μπορεί να επιφέρει η συμμετοχή σε τέτοιες συγκεντρώσεις, ιδίως όταν δεν υπάρχει εξωτερική υποστήριξη. Οι ανησυχίες αυτές είναι οπωσδήποτε βάσιμες και υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης: πρέπει να προσπαθήσουμε να δώσουμε βήμα σε μικρότερους παίκτες και να διευκολύνουμε τη συμμετοχή προσκεκλημένων από κάθε γωνιά του κόσμου. Επιπλέον, όταν επενδύονται σημαντικοί οικονομικοί πόροι, πρέπει να σχεδιάζουμε προσεκτικά τις εκδηλώσεις, ώστε να μεγιστοποιούμε τα οφέλη τους.

Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεντρώσεις παραμένουν ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσει ο ένας τη δουλειά του άλλου, να αναζωογονηθούμε και να μάθουμε νέα πράγματα. Η εργασία εξ αποστάσεως έχει τα πλεονεκτήματά της, αλλά οι συναντήσεις εξ αποστάσεως δεν έχουν την ίδια γοητεία. Ταυτιζόμαστε με τις εμπειρίες σας και τις ιστορίες που έχετε να αφηγηθείτε, γι’ αυτό και ανυπομονούμε να συζητήσουμε από κοντά. Οι συναντήσεις αυτές μας βοηθούν να αποβάλουμε το άγχος της δουλειάς και να αντλήσουμε δύναμη από τους συναδέλφους μας. Αυτή ακριβώς η αίσθηση του «ανήκειν» είναι που αναζωπυρώνει το πάθος μας και μας υπενθυμίζει γιατί συνεχίζουμε αυτή τη δουλειά, παρά τις προκλήσεις.

Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, τα εμπόδια μπορεί να φαίνονται ανυπέρβλητα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συγκεντρωνόμαστε.

Ανυπομονούμε να σας συναντήσουμε στην Αθήνα και όχι μόνο.